- ἀποφλεγματισμός
- ἀποφλεγμᾰτ-ισμός, ὁ,A purging of phlegm, Dsc.5.3, Antyll. ap. Orib.8.10 tit., Archig. ap. Gal.12.582.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποφλεγματισμός — purging of phlegm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφλεγματισμός — (Α ἀποφλεγματισμός), ο η απαλλαγή από τα φλέγματα … Dictionary of Greek
ἀποφλεγματισμοῖς — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμοί — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμοῦ — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμούς — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμῶν — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμῷ — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμόν — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)